Πέρα από τον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών.

Πέρα από τον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών.

Η Ακρόπολη των Μυκηνών είναι ένας από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους στην Ελλάδα και έχει εγγραφεί στη λίστα της UNESCO, ως μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, ως το κέντρο των πολιτισμών της ύστερής εποχής του Χαλκού (1.600 – 1.100 π.Χ.) στον σημερινό νότιο ελλαδικό χώρο, στους οποίους έχει δώσει το όνομά της, μια και μιλάμε για το Μυκηναϊκό πολιτισμό.
Η ταφική αρχιτεκτονική των Μυκηναίων περιλαμβάνει τρία βασικά είδη τάφων: τους θολωτούς, οι οποίοι είναι οι πιο εντυπωσιακοί και μνημειακοί και ήταν οι οικογενειακοί τάφοι της άρχουσας τάξης, τους θαλαμοειδείς, οι οποίοι μπορούν να θεωρηθούν ως οι οικογενειακοί τάφοι της μεσαίας τάξης και τους λακκοειδείς, όπως οι τάφοι των ταφικών κύκλων Α και Β, οι οποίοι είναι το κυρίαρχο είδος τάφου στην πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο.
Το άρθρο αυτό θα επικεντρωθεί στους θολωτούς τάφους των Μυκηνών και πιο συγκεκριμένα σε αυτούς που βρίσκονται εκτός του οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου. Συνολικά 9 θολωτοί τάφοι έχουν ανακαλυφθεί στην ευρύτερη περιοχή των Μυκηνών και οι 4 από αυτούς, οι οποίοι συμβατικά ονομάζονται «του Ατρέα», «της Κλυταιμνήστρας», «του Αιγίσθου» και «των Λεόντων» είναι γνωστοί αφού βρίσκονται εντός του αρχαιολογικού χώρου των Μυκηνών. Ιδιαίτερα ο θολωτός τάφος «του Ατρέα» είναι ο πιο γνωστός από όλους, μια και βρίσκεται ως φωτογραφία στα σχολικά βιβλία.
Σε κοντινή απόσταση όμως από τον αρχαιολογικό χώρο, χαμένοι μέσα σε ελαιώνες, αμυγδαλιές, άγρια βλάστηση και ένα πανέμορφο φυσικό περιβάλλον βρίσκονται άλλοι 5 θολωτοί τάφοι, οι οποίοι δίνουν στον επισκέπτη που θέλει να δει κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα την ευκαιρία να συνδυάσει πεζοπορία και αρχαιολογική εξερεύνηση.
Ξεκινώντας από τον αρχαιολογικό χώρο και κατηφορίζοντας μέσα από τα χωράφια προς τον οικισμό των Μυκηνών ο πρώτος θολωτός τάφος είναι ο «τάφος πάνω φούρνος», ο οποίος χτίστηκε ανάμεσα στο 1.600 και το 1.400 π.Χ. και δίνει μία καλή εικόνα της πρώιμης αρχιτεκτονικής με ακανόνιστους λίθους, σφήνες και λάσπη.
Στη συνέχεια βρίσκεται ο τάφος «της Παναγίτσας», χτισμένος ανάμεσα στο 1.400 και το 1.300 π.Χ., ο οποίος μας δίνει την ευκαιρία να δούμε την βελτίωση στις τεχνικές δόμησης με μεγαλύτερους και πιο κατεργασμένους λίθους.
Στη συνέχεια της διαδρομής βρίσκεται ο τάφος «των Κυκλώπων», χτισμένος και αυτός την περίοδο ανάμεσα στο 1.600 και το 1.400 π.Χ. Η είσοδος αυτού του τάφου είναι φραγμένη από τους ογκόλιθους του ανωφλιού, το οποίο έχει καταρρεύσει.
Λίγα μέτρα μετά βρίσκεται ο πιο εντυπωσιακός και καλοδιατηρημένος, μια και η είναι ο μοναδικός που η θόλος του δεν έχει καταρρεύσει, συμβατικά ονομαζόμενος «των Δαιμόνων», κατασκευασμένος ανάμεσα στο 1.300 και το 1.200 π.Χ., την ίδια περίοδο δηλαδή με το «Θησαυρό του Ατρέα» και τον «τάφο της Κλυταιμνήστρας», εντός του οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου.
Τελευταίος θολωτός τάφος είναι ο «κάτω φούρνος», χτισμένος ανάμεσα στο 1.400 και το 1.300 π.Χ., ο οποίος προσφέρει υπέροχη θέα στην ευρύτερη περιοχή και την ευκαιρία για ένα σύντομο κολατσιό για να ανακτήσουμε τις δυνάμεις μας, μετά από αρκετό περπάτημα.
Τέλος εκτός από τους θολωτούς τάφους στην ευρύτερη περιοχή υπάρχουν και πολλοί θαλαμοειδείς τάφοι, των οποίων η κύρια διαφορά από τους θολωτούς τάφους είναι ότι είναι σκαμμένοι στο μαλακό βράχο και όχι κτιστοί, και ο ταφικός τους θάλαμος είναι μικρότερος και πιο ακανόνιστος.
Συμπερασματικά η δραστηριότητα αρχαιολογικής εξερεύνησης των ανωτέρω θολωτών τάφων προσφέρει στον περιηγητή μία «ήπια περιπέτεια», την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με την χλωρίδα της περιοχής, να απολαύσει μία υπέροχη θέα και να επισκεφτεί σημαντικότατα μνημεία που είναι κυριολεκτικά χαμένα μέσα σε ελαιώνες και άγρια βλάστηση.